ναυσηρός

ναυσηρός
ναυσηρός (Α)
αυτός που προκαλεί ναυτία, εμετικός, αηδιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”